-
1 ὑπεξαιρέω
A take away from below or gradually, αἷμ' ὑ. τῶν κτανόντων drain away their blood, S.El. 1420 (lyr.);ἀντλεῖν καὶ ὑ. τὴν θάλατταν Plu.2.127c
: Medic., βραχύ τι προστίθει ἢ ὑπεξαίρει take away (from the dose), Alex.Trall.Febr.7.2 make away with, destroy secretly or gradually, τινας Pl.R. 567b;ὄλβον δωμάτων -ελών E.Hipp. 633
; ὑ. τινὶ τὰ δεινά set him quit of all danger, Th.4.83; κεἰ μὲν φοβεῖται τοὐπίκλημ' ὑπεξελεῖν (- ελὼν codd.), αὐτὸς καθ' αὑτοῦ [ σημαινέτω] and even if he fears [thus] to do away with the accusation, let him give evidence himself against himself, S.OT 227 (other explanations are given in Jebb's commentary):— [voice] Pass., to be made away with,ἐπιτήδειοι ὑπεξαιρεθῆναι Th.8.70
; τούτων ὑπεξαραιρημένων these being out of the question, Hdt.7.8.γ.II [voice] Med., take out privily for oneself, steal away, ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι (sc. ἄρνας, ἐρίφους) Il.16.353; steal,τὴν τιμὴν τοῦ σίτου Ph.2.71
.b remove for one's own advantage,γεωργὸς.. τὴν ἀλλοτρίαν ὑπεξελόμενος ὕλην τότε σπείρει Sor.1.40
.2 put aside, except, exclude,τὴν πρώτην ἡμέραν Ph.1.3
;κατηγορήσειν ἕνα.. ὑπεξελόμενος δι' οἰκειότητα Plu.Cat.Mi.21
;τὰ δόγματα Arr.Epict.4.7.35
; exempt,τινὰ τῆς ὕβρεως Ph.2.328
; οὐδεμίαν ὑ. πρόφασιν making no exception, Theopomp. Hist. 118: hence in Rhet., Alex.Fig.1.7 (and in [voice] Act., Zonae. Fig.5p.162S.).4 reserve, put aside in safety,ἰδίων τι κτημάτων D.19.78
:—[voice] Pass., χῶραι ὑπεξειρημέναι (sic) reserved, IG7.413.20, al. (Oropus, i B.C.); to be excluded, excepted, Gal.16.528, PLond.5.1708.159 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεξαιρέω
См. также в других словарях:
υπεξαιρώ — ὑπεξαιρῶ, έω, ΝΑ [ἐξαιρῶ] (στην αρχ. το μέσ. ὑπεξαιροῡμαι, έομαι) αφαιρώ, οικειοποιούμαι ξένο πράγμα το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη (α. «υπεξαίρεσε πολλά χρήματα από την υπηρεσία του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. βγάζω από… … Dictionary of Greek